- αθιβολή
- η1. αμφιβολία: Πάντα 'ναι ο φίλος του κοντά κι αθιβολές τού φέρνει (Ερωτόκριτος).2. συζήτηση: Αθιβολή εβάλανε ποιος έχει κάλλιο μαύρο (δημ. τραγ.).3. φιλονικία: Σε καΐκι και σε σπίτι η αθιβολή δε λείπει (παροιμ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.