αθιβολή

αθιβολή
η
1. αμφιβολία: Πάντα 'ναι ο φίλος του κοντά κι αθιβολές τού φέρνει (Ερωτόκριτος).
2. συζήτηση: Αθιβολή εβάλανε ποιος έχει κάλλιο μαύρο (δημ. τραγ.).
3. φιλονικία: Σε καΐκι και σε σπίτι η αθιβολή δε λείπει (παροιμ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αθιβολή — και ανθιβολή, η 1. αμφιβολία «πάντα ν’ ο φίλος του κοντά κι αθιβολές τού φέρνει» (Ερωτόκριτος Α, 1349) 2. αντίρρηση, φιλονικία παροιμ. «σε καΐκι και σε σπίτι η αθιβολή δε λείπει» 3. ομιλία, συζήτηση «Τις τό λεγε μ’ ευλάβεια και τις με γέλιο πάλι …   Dictionary of Greek

  • αθιβολεύω — (I) ψαρεύω με αθίβολο. [ΕΤΥΜΟΛ. αθίβολος. ΠΑΡ. αθιβόλεμα]. (II) [αθιβολή] αθιβάλλω …   Dictionary of Greek

  • ανθιβολή — η βλ. αθιβολή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”